Επαγγελματικά

ΚΩΔΙΚΑΣ 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ 

ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ 

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

 

Αθήνα, 2020

Περιεχόμενα 

Εισαγωγή

Α. Θεμελιώδεις Αρχές Ηθικής (Charter of Professional Ethics for Psychologists)

Άρθρο 1 Σεβασμός και Ανάπτυξη των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας των Ατόμων
Άρθρο 2 Υπευθυνότητα
Άρθρο 3 Επάρκεια
Άρθρο 4 Ακεραιότητα

 

Β. Γενικές Κατευθύνσεις Επαγγελματικής Δεοντολογίας (Meta-Code of Ethics)

Άρθρο 1 Σεβασμός των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ατόμου 
Άρθρο 2 Υπευθυνότητα
Άρθρο 3 Επάρκεια
Άρθρο 4 Ακεραιότητα
Άρθρο 5 Σεβασμός για τα Δικαιώματα και την Αξιοπρέπεια του Ατόμου
Άρθρο 5.1 Γενικός Σεβασμός 
Άρθρο 5.2 Απόρρητο και Εχεμύθεια
Άρθρο 5.3 Συγκατάθεση κατόπιν Ενημέρωσης και Ελευθερία Συγκατάθεσης
Άρθρο 5.4 Αυτοκαθορισμός
Άρθρο 6 Υπευθυνότητα
Άρθρο 6.1 Γενική Υπευθυνότητα
Άρθρο 6.2  Προαγωγή Υψηλών Κριτηρίων
Άρθρο 6.3 Αποφυγή Βλάβης
Άρθρο 6.4 Συνέχεια της Φροντίδας
Άρθρο 6.5 Εκτεταμένη Ευθύνη
Άρθρο 6.6 Επίλυση Διλημμάτων
Άρθρο 7 Ικανότητα / Επάρκεια
Άρθρο 7.1 Γνώσεις  Δεοντολογίας
Άρθρο 7.2 Όρια Ικανοτήτων
Άρθρο 7.3 Όρια Μεθόδων
Άρθρο 7.4 Συνέχιση της Ανάπτυξης
Άρθρο 7.5 Ανικανότητα
Άρθρο 8 Ακεραιότητα
Άρθρο 8.1 Αναγνώριση των Επαγγελματικών Περιορισμών
Άρθρο 8.2 Εντιμότητα και Ακρίβεια
Άρθρο 8.3 Ευθύτητα και Ειλικρίνεια
Άρθρο 8.4 Σύγκρουση Συμφερόντων και Εκμετάλλευση
Άρθρο 8.5 Πράξεις Συναδέλφων

 

Γ. Ειδικοί Όροι Εφαρμογής του Επαγγέλματος στην Ελλάδα

Άρθρο 1 Γενικές Υποχρεώσεις
Άρθρο 2 Σχέση με Συναδέλφους   
Άρθρο 3 Σχέση με άλλους Επαγγελματίες Υγείας
Άρθρο 4 Σχέση με το Θεσμικό Πλαίσιο Εργασίας
Άρθρο 5 Σχέση με τους Πελάτες  ή με τα Υποκείμενα Έρευνας
Άρθρο 6 Μέριμνα για το Ψυχολογικό Υλικό   
Άρθρο 7 Συνεργασία με τους Θεσμούς (Υπουργεία, Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, Αθλητικούς Οργανισμούς, Σχολεία, Επιχειρήσεις κ.ά.)
Άρθρο 8 Διαφήμιση
Άρθρο 9 Παρουσία στο Διαδίκτυο
Άρθρο 10 Αμοιβή
Άρθρο 11 Κατάθεση Παραπόνων – Πειθαρχικές Κυρώσεις  


Εισαγωγή

  • Η Επιστημονική Ψυχολογία 

Η επιστημονική Ψυχολογία έχει ως αντικείμενο το σύνολο των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ του ψυχισμού και των τρόπων συμπεριφοράς τόσο των ατόμων όσο και των ομάδων (ορισμός EFPA, 2001).

  • Ο Επαγγελματίας Ψυχολόγος

Επαγγελματίας Ψυχολόγος νοείται ο επαγγελματίας που είναι σε θέση να εφαρμόσει τις αρχές της Ψυχολογίας, τις γνώσεις, τα μοντέλα και τις μεθόδους της με τρόπο σύμφωνο προς τους δεοντολογικούς και επιστημονικούς κανόνες της, προκειμένου να προάγει την ανάπτυξη, το ευζήν και την αποδοτικότητα ατόμων, ομάδων, οργανισμών, καθώς και της κοινωνίας (ορισμός EFPA, 2001). 

Οι ψυχολόγοι αναπτύσσουν ένα έγκυρο και αξιόπιστο σύνολο γνώσεων βασισμένων στην έρευνα και εφαρμόζουν τις γνώσεις αυτές στις ψυχολογικές διεργασίες και την ανθρώπινη συμπεριφορά σε διάφορα πλαίσια. Προσπαθούν, επίσης, να βοηθούν το ευρύ κοινό να αναπτύσσει, κατόπιν πληροφόρησης, κρίσεις και επιλογές σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά με σκοπό να βελτιώνουν την κατάσταση τόσο των ατόμων όσο και της κοινωνίας (EFPA, 2001).

  • Το Έργο του Ψυχολόγου

Οι Ψυχολόγοι επιτελούν πολλές επιστημονικές δραστηριότητες σε διαφόρους τομείς. Οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν την ψυχολογική αξιολόγηση, την κλινική ή συμβουλευτική άσκηση της Ψυχολογίας, την ψυχολογική παρέμβαση, τη συμβουλευτική στο χώρο της εκπαίδευσης, της εργασίας ή του αθλητισμού, την πραγματογνωμοσύνη, την έρευνα, την κατασκευή ψυχολογικών οργάνων μέτρησης, τη διδασκαλία, την εποπτεία εκπαιδευομένων, τις διοικητικές αρμοδιότητες και πολλές άλλες δραστηριότητες.

  • Ο Επαγγελματίας Ψυχολόγος στη χώρα μας 

Στη χώρα μας επαγγελματίας ψυχολόγος είναι ο πτυχιούχος Πανεπιστημιακού Τμήματος Ψυχολογίας ελληνικών ή αλλοδαπών ΑΕΙ, ο οποίος διαθέτει Άδεια ή Βεβαίωση Άσκησης Επαγγέλματος Ψυχολόγου, που χορηγείται από την Περιφέρεια. Ο κάτοχος αυτής της Άδειας ή Βεβαίωσης μπορεί να κάνει χρήση του τίτλου του Ψυχολόγου και να ασκεί ελεύθερα το επάγγελμα στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, σε όλη την ελληνική επικράτεια. Το έργο του Ψυχολόγου κατά την  άσκηση του επαγγέλματος του ορίζεται από το ν.991/79 (άρθρο 1, παρ.2): «Ο Ψυχολόγος στην άσκηση του επαγγέλματός του ερευνά και αξιολογεί την προσωπικότητα και την συμπεριφορά του ανθρώπου και εργάζεται με τις καθιερωμένες αρχές και μεθόδους της επιστήμης της ψυχολογίας για την αξιοποίηση και βελτίωσή του».

Το άρθρο 8 του ίδιου νόμου παροτρύνει: «Όσοι λαμβάνουν άδεια άσκησης επαγγέλματος Ψυχολόγου δικαιούνται να εγγραφούν στον Σύλλογο Ελλήνων Ψυχολόγων», ο οποίος σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (ν. 991/79-άρθρο 8, ν. 2646/98, την Κοινοτική Οδηγία 2005/36 και την Γνωμάτευση του Συμβουλίου του Κράτους του Υπουργείου Παιδείας 15404/ΙΑ/2012) είναι υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και αποτελεί τον επίσημο θεσμικό εταίρο της Πολιτείας για τον κλάδο των Ψυχολόγων.

  • Ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων – ΣΕΨ

Ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) ιδρύθηκε τον Μάιο του 1963 και συνιστά το επίσημο επαγγελματικό-επιστημονικό σωματείο του κλάδου των Ψυχολόγων σύμφωνα με τους προαναφερθέντες νόμους. Ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, ο ΣΕΨ άρχισε τις προσπάθειες νομοθετικής κατοχύρωσης του επαγγέλματος του Ψυχολόγου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με τον ν. 991/79 και ολοκληρώθηκαν με τον ν. 2646/98. Επίσης, συνέβαλε στη δημιουργία Πανεπιστημιακών σχολών Ψυχολογίας στη χώρα μας, που ιδρύθηκαν το 1985 στο Ρέθυμνο και το 1991 στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Ακόμη, έχοντας ως καταστατικό του στόχο τη διατήρηση σε υψηλή στάθμη το επιστημονικό και επαγγελματικό έργο του επαγγελματία Ψυχολόγου, δημιούργησε και υιοθέτησε Κώδικα Δεοντολογίας. Το 1965, επιτροπή αποτελούμενη από τα μέλη του κ.κ. Λεούση, Χουρδάκη, Γεδεών, εισηγήθηκε το σχέδιο Κώδικα Δεοντολογίας. Το σχέδιο εκείνο  αργότερα τροποποιήθηκε, ώστε να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες συνθήκες της Ελλάδας και έγινε δεκτό στις 10-07-1978. Το 1997 υιοθέτησε τον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας της EFPA εντάσσοντας σε αυτόν, συμπληρωμένο (2019), και τον ελληνικό του ΣΕΨ. 

  • Ο Νόμος περί Τήρησης του Απορρήτου του Επαγγελματία Ψυχολόγου. 

Επανερχόμενοι στη νομοθεσία, που διέπει στη χώρα μας το επάγγελμα του Ψυχολόγου (ν. 991/79), το άρθρο 9 προσδιορίζει:

«1. Ο Ψυχολόγος πρέπει να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια για όσα μαθαίνει, ή αντιλαμβάνεται κατά την άσκηση τον επαγγέλματός του. 

  1. Οι παραβάτες τιμωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Νόμου. Οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στη περίπτωση αυτή.».

Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας προσδιορίζει:

«Άρθρο 400:

Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες: 1) οι κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, ψυχολόγοι, οι βοηθοί τους, καθώς και οι σύμβουλοι των διαδίκων, για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύτηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο. 

Άρθρο 401:

Έχουν δικαίωμα να αρνηθούν να εξεταστούν ως μάρτυρες: 1) οι κληρικοί, δικηγόροι συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, ψυχολόγοι, οι βοηθοί τους, καθώς και σύμβουλοι των διαδίκων, για τα γεγονότα που έμαθαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους»

  • Η Ανάγκη Δέσμευσης σε Αρχές Ηθικής και Δεοντολογίας

Οι Ψυχολόγοι, προκειμένου να επιτύχουν τους συγκεκριμένους στόχους της επιστήμης και των τομέων γνώσης τους, καθώς επικεντρώνουν την προσοχή τους στην ψυχική ζωή των ατόμων και των ομάδων, είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν κάθε φορά τις υψηλότερες εγγυήσεις ηθικής και δεοντολογίας. Συνεπώς, η φύση της εργασίας τους τούς δεσμεύει ηθικά και καθορίζει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκησή της.

Ως εκ των ανωτέρω, οι βασικές αρχές ηθικής και δεοντολογίας θέτουν για τους επαγγελματίες Ψυχολόγους τα θεμέλια της ανάπτυξης και άσκησης της επιστήμης τους και βάσει αυτών των αρχών ενεργούν, καθοδηγούνται και δεσμεύονται (EFPA, 2001).

  • Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συλλόγων των Ψυχολόγων – EFPA

Η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συλλόγων Ψυχολόγων (EFPA) αποδίδει στις αρχές ηθικής και δεοντολογίας, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του Ψυχολόγου, έμπρακτη απόδειξη της σπουδαιότητάς του. 

Η EFPA ιδρύθηκε το 1981 και αποτελεί την Ομοσπονδία των εθνικών συλλόγων των Ψυχολόγων 37 ευρωπαϊκών κρατών. Σήμερα εκπροσωπεί περισσότερους από 400.000 Ψυχολόγους στην Ευρώπη. Την Ελλάδα εκπροσωπεί ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων από το 1986. Μεταξύ των στόχων της EFPA είναι «η προώθηση και καθιέρωση κωδίκων ηθικής και δεοντολογίας στην άσκηση του έργου των Ψυχολόγων».

  • Οι Ευρωπαϊκές Αρχές Ηθικής και Δεοντολογίας και οι Εθνικοί Σύλλογοι

Η EFPA δημιούργησε ένα σώμα κατευθυντήριων αρχών ηθικής και δεοντολογίας, το οποίο σκοπό έχει να προσφέρει γενικές θεωρήσεις και κατευθύνσεις για την κάλυψη όλων των περιπτώσεων, που οι επαγγελματίες Ψυχολόγοι μπορεί να συναντήσουν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Επίσης, εξασφαλίζει ότι οι Κώδικες Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας των συλλόγων μελών της συμφωνούν με αυτές τις θεμελιώδεις αρχές, καλύπτουν όλες τις πλευρές της επαγγελματικής συμπεριφοράς των μελών τους και ασφαλώς δεν θα πρέπει να αντιβαίνουν στις γενικές ευρωπαϊκές θεωρήσεις και κατευθύνσεις.

Οι εθνικοί σύλλογοι θα πρέπει να απαιτούν από τα μέλη τους να ενημερώνονται διαρκώς για τα θέματα ηθικής και δεοντολογίας, να συμβάλλουν στην ανάπτυξη πρακτικής εκπαίδευσης των μελών τους και να παρέχουν συμβουλευτική και υποστήριξη στα μέλη τους σχετικά με τα θέματα αυτά. Επίσης, πρέπει να προβλέπουν επανορθωτικές ή πειθαρχικές διαδικασίες κατόπιν διερεύνησης και να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τις καταγγελίες εναντίον των μελών τους (EFPA, 2001). 

  • Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας

Ο Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας της EFPA είναι ένα σύνολο αρχών και κατευθύνσεων, που ενθαρρύνουν ή αποτρέπουν ορισμένες επαγγελματικές συμπεριφορές και χειρισμούς. Αποτελεί σειρά κανονιστικών αναφορών που αιτιολογούν και δικαιολογούν συγκεκριμένους σκοπούς και πρότυπα συμπεριφοράς. Εφαρμόζεται δε στις επαγγελματικές δραστηριότητες των Ψυχολόγων, οι οποίες αποτελούν μέρος του επιστημονικού και επαγγελματικού τους έργου ή στις δραστηριότητες ψυχολογικής φύσης. 

Συγκεκριμένα, αποτελείται από δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορά τις Θεμελιώδεις Αρχές Ηθικής (Charter of Professional Ethics for Psychologists) και η δεύτερη τις Γενικές Κατευθύνσεις Επαγγελματικής Δεοντολογίας (Meta-Code of Ethics).

  • Οι Θεμελιώδεις Αρχές Ηθικής εκθέτουν τις βασικές αρχές, οι οποίες πρέπει να καθοδηγούν το έργο του Ψυχολόγου και να συμβάλλουν στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ του κοινού και του επαγγέλματος του Ψυχολόγου. 

Επικεντρώνοντας οι Ψυχολόγοι την προσοχή τους στην ψυχική ζωή των ατόμων, των οικογενειών, των ομάδων και των οργανισμών, υποχρεούνται να εξασφαλίζουν κάθε φορά τις υψηλότερες εγγυήσεις δεοντολογίας. Οι Θεμελιώδεις Αρχές Ηθικής αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους για τους επαγγελματίες Ψυχολόγους, που επιβάλλεται να καθοδηγούνται και να συμμορφώνονται με αυτούς.

Οι αρχές αυτές προτάθηκαν από τους Ψυχολόγους του Νότου, δηλαδή από τους συλλόγους μέλη της EFPA των χωρών της Νοτίου Ευρώπης (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Πορτογαλία). Εγκρίθηκαν από τους εκπροσώπους των μελών αυτών στη συνάντηση της Μάλτας (29.11.1994) και υιοθετήθηκαν από την EFPA στη Γενική Συνέλευση της Αθήνας (22.7.1995).  

  • Οι Γενικές Κατευθύνσεις Επαγγελματικής Δεοντολογίας διέπουν τις άμεσες και έμμεσες επαγγελματικές σχέσεις των Ψυχολόγων με τους πελάτες, συναδέλφους και συνεργάτες τους στα διάφορα πλαίσια που καλούνται να δραστηριοποιηθούν. Περιλαμβάνουν:
  • εξέταση της επαγγελματικής συμπεριφοράς / ρόλου εντός του πλαισίου της επαγγελματικής σχέσης,
  • επίγνωση ότι οι επαγγελματικές σχέσεις επηρεάζονται από την ανισότητα της γνώσης και της ισχύος,
  • κατανόηση ότι όσο μεγαλώνει η ανισότητα στη γνώση και την ισχύ τόσο αυξάνει ανάλογα και η εξάρτηση του/των πελάτη/ών, καθώς και η ευθύνη του Ψυχολόγου,
  • αποδοχή ότι η υπευθυνότητα του Ψυχολόγου αυξάνει με την εξέλιξη της επαγγελματικής σχέσης.

Και οι δύο ενότητες υιοθετήθηκαν από την EFPA στη Γενική Συνέλευση της Αθήνας (22.7.1995) και αναθεωρήθηκαν στη Γενική Συνέλευση της Γρανάδας (23.7.2005).

  • Ο Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας στην Ελλάδα

Κώδικας Δεοντολογίας για τους Ψυχολόγους δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το 1966 ως επιτακτική ανάγκη ενός νεοσύστατου επαγγέλματος στη χώρα μας για οριοθέτηση και εγκαθίδρυση υψηλής στάθμης επιστημονικού, ερευνητικού και επαγγελματικού έργου για τους Ψυχολόγους και της Ψυχολογίας γενικότερα. 

Αργότερα, έχοντας την εμπειρία εφαρμογής του δέκα και πλέον έτη στην ελληνική πραγματικότητα και μετά από αλλεπάλληλες επεξεργασίες, ο ΣΕΨ υιοθέτησε ένα πληρέστερο κείμενο στη Γενική Συνέλευση της 10.7.1978.

Το κείμενο αυτό αναθεωρήθηκε το 2019 εμπλουτισμένο με διατάξεις όπως η σχέση του Ψυχολόγου με τους εν διαστάσει ή χωρισμένους γονείς ανηλίκου ή η παρουσία και η παροχή υπηρεσιών μέσω διαδικτύου.

Μετά τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας για τους Ψυχολόγους (EFPA, 2001), ο ΣΕΨ ενσωμάτωσε τις διατάξεις αυτές στον ελληνικό. Έτσι, ο παρών Κώδικας συγκροτείται από τρεις ενότητες: 

Α. Θεμελιώδεις Αρχές Ηθικής (Charter of Professional Ethics for Psychologists).

Β. Γενικές Κατευθύνσεις Επαγγελματικής Δεοντολογίας (Meta-Code of Ethics).

Γ. Ειδικοί Όροι Εφαρμογής του Επαγγέλματος στην Ελλάδα.

 

Οι δύο πρώτες ενότητες, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, έχουν διαμορφωθεί από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συλλόγων των Ψυχολόγων -EFPA. Η τρίτη ενότητα έχει διαμορφωθεί από τον Σύλλογο Ελλήνων Ψυχολόγων – ΣΕΨ. 

Η παρούσα έκδοση είναι δίγλωσση. Τα κείμενα παρουσιάζονται στα ελληνικά και στα αγγλικά. Έτσι, μπορούν να πληροφορηθούν και οι συνάδελφοί μας στην Ευρώπη τα βήματα που κάνουμε στη χώρα μας. Ευελπιστούμε ότι η εμπλουτισμένη αυτή έκδοση θα συμβάλλει περαιτέρω στην ενημέρωση και εκπαίδευση όλων των Ψυχολόγων της χώρας μας για να αποφεύγονται παραβιάσεις της δεοντολογίας, ιδίως σήμερα που ολοένα και περισσότερο οι Έλληνες Ψυχολόγοι καλούνται να παρέμβουν τόσο σε ενδοψυχικές και διαπροσωπικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν άτομα, οικογένειες, ομάδες και οργανισμοί, όσο και σε σχολιασμούς στα μέσα μαζικής επικοινωνίας επίκαιρων ψυχοκοινωνικών θεμάτων. 

 

  • Η Χρήση του και από Άλλους Ειδικούς και Φορείς

Ο παρών Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλους ειδικούς ή οργανισμούς:

  • Δικηγόρους, δικαστές, εισαγγελείς και δικαστήρια μπορούν να ανατρέξουν σε αυτόν για υποθέσεις που ενέχονται κρίσεις και συμπεριφορές Ψυχολόγων. 
  • Όργανα διοίκησης, δημόσια ή ιδιωτικά, που απασχολούν ή συνεργάζονται με Ψυχολόγους, προκειμένου να σχηματίσουν γνώμη και να αξιολογήσουν την επαγγελματική τους συμπεριφορά. 
  • Επαγγελματίες και οι ερευνητές διαφόρων Ανθρωπιστικών Επιστημών μπορούν να τον συμβουλευτούν για διλλήματα που ενδεχομένως προκύπτουν από την επαφή τους με πελάτες ή υποκείμενα έρευνας. 
  • Κατάθεση Παραπόνων – Πειθαρχικές Κυρώσεις.

Ο ΣΕΨ προβλέπει στο καταστατικό του Πειθαρχικό, το οποίο αναλαμβάνει την εξέταση παραβιάσεων του παρόντος κώδικα από Ψυχολόγους μέλη του και έχει τη δυνατότητα να επιβάλει κυρώσεις. 

 

Για το Διοικητικό Συμβούλιο,

H Πρόεδρος 

Βασιλική Δ. Μπουκουβάλα 

Κλινικός Ψυχολόγος   

Η Γεν. Γραμματέας

Βασιλική  Δ. Καραγιάννη

Κλινικός Ψυχολόγος 

 

Σημ.: Την Εισαγωγή συνέταξε ο Αντιπρόεδρος του ΣΕΨ, κ. Θαλής Ν. Παπαδάκης, Κλινικός Ψυχολόγος.  

 

Α. Θεμελιώδεις Αρχές Ηθικής

 

Προοίμιο. 

Ο σκοπός των παρόντων Θεμελιωδών Αρχών Ηθικής είναι να θέσουν τις κατευθυντήριες οδηγίες επαγγελματικής ηθικής για όλους τους Ψυχολόγους, με οποιαδήποτε ειδίκευση, μέθοδο που ακολουθούν, καθήκοντα που αναλαμβάνουν, θεωρητικό ή πρακτικό προσανατολισμό και επαγγελματικούς στόχους, προκειμένου να κρατηθεί υψηλά το κύρος του επαγγέλματος του Ψυχολόγου και να συντελέσει στην πραγμάτωση της αποστολής του.

Οι Ψυχολόγοι βασίζουν την έρευνα και την πρακτική τους σε ένα οργανωμένο σύνολο καθιερωμένων και έγκυρων ειδικών επιστημονικών γνώσεων.

Το αντικείμενο της επιστήμης αυτής είναι το σύνολο των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ του ψυχισμού και των τρόπων συμπεριφοράς τόσο των ατόμων όσο και των ομάδων.

Για να επιτύχουν τους συγκεκριμένους στόχους της επιστήμης και των τομέων γνώσης τους, οι Ψυχολόγοι επικεντρώνουν την προσοχή τους στην ψυχική ζωή των ατόμων και των ομάδων.

Η επαγγελματική αυτή ιδιαιτερότητα υποχρεώνει τους Ψυχολόγους να εξασφαλίζουν κάθε φορά τις υψηλότερες εγγυήσεις ηθικής και δεοντολογίας. Ως εκ τούτου, οι θεμελιώδεις αρχές ηθικής αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους για τη διάδοση και την πρακτική της Ψυχολογίας από τους επαγγελματίες Ψυχολόγους, οι οποίοι καθοδηγούνται και συμμορφώνονται με αυτούς. 

 

Άρθρο 1: Σεβασμός και Ανάπτυξη των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας των Ατόμων

Ο Ψυχολόγος σέβεται και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων, της ελευθερίας, και αξιοπρέπειάς τους, του απορρήτου της προσωπικής τους ζωής και της αυτονομίας του, καθώς και της καλής ψυχολογικής τους κατάστασης.

Επιτελεί το έργο του μόνο με τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων, εκτός των περιπτώσεων που ο νόμος προβλέπει διαφορετικά. Αντίστοιχα, ο οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι σε θέση να απευθύνεται χωρίς περιορισμούς στον Ψυχολόγο της επιλογής του.

Ο Ψυχολόγος εγγυάται την εχεμύθεια, σέβεται το επαγγελματικό απόρρητο, προστατεύει την ιδιωτική ζωή του ατόμου, ακόμα και όταν χρειάζεται να δώσει πληροφορίες σχετικά με τη δουλειά του.

 

Άρθρο 2: Υπευθυνότητα

Στο πλαίσιο των επαγγελματικών ικανοτήτων του, ο Ψυχολόγος αναλαμβάνει την ευθύνη για την επιλογή, την εφαρμογή, τις συνέπειες, τις μεθόδους και τεχνικές που χρησιμοποιεί, καθώς και για τις επαγγελματικές συμβουλές που παρέχει σε άτομα, ομάδες και την κοινωνία.

Δεν δέχεται σε καμία περίπτωση να εμπλακεί ή να αναλάβει καθήκοντα θεωρητικής ή τεχνικής φύσεως, που θα συγκρούονταν με τις αρχές επαγγελματικής ηθικής δεοντολογίας του.

 

Άρθρο 3: Επάρκεια

Οι αρμοδιότητες του Ψυχολόγου απορρέουν από θεωρητικές σπουδές ανωτάτου επιπέδου πανεπιστημιακής βαθμίδας, που ανανεώνονται με διαρκή ενημέρωση, καθώς και από πρακτική εκπαίδευση υπό την επίβλεψη ομοτίμων του. Ο Ψυχολόγος μπορεί να προβάλει μόνο τα ειδικά προσόντα που απορρέουν από τις σπουδές, την εκπαίδευση και την προσωπική του εμπειρία, καθορίζοντας μέσω αυτών τα δικά του επαγγελματικά όρια.

 

Άρθρο 4: Ακεραιότητα

Ο ακρογωνιαίος λίθος για την εφαρμογή των τριών προηγούμενων αρχών είναι η ακεραιότητα του χαρακτήρα, η οποία αποτελεί υποχρέωση του κάθε Ψυχολόγου να τη σέβεται και να συμβάλει στην ανάπτυξή της κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του και στη διαρκή προσπάθειά του να αποσαφηνίζει το ρόλο, την προσέγγιση, την αποστολή και λειτουργία του, καθώς και στις υπηρεσίες που προσφέρει.

Οι τέσσερεις αυτές αρχές είναι βασικές και ουσιώδεις. Οι Ψυχολόγοι δεσμεύονται να σέβονται και να προάγουν αυτές τις αρχές, να καθοδηγούνται από αυτές και να φροντίζουν για τη διάδοση τους.

Με βάση αυτές τις αρχές ρυθμίζονται οι σχέσεις των Ψυχολόγων με τα μέλη της δικής τους επιστημονικής κοινότητας, καθώς και εκείνες με τους άλλους επαγγελματικούς κλάδους.

 

Αλληλεξάρτηση των Τεσσάρων Αρχών

Θα πρέπει να αναγνωρίζεται ότι πάντα θα υπάρχουν ισχυρές αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των τεσσάρων Θεμελιωδών Αρχών Ηθικής περιλαμβανομένων και των εξειδικεύσεών τους. Αυτό σημαίνει για τους Ψυχολόγους ότι η επίλυση ενός ζητήματος ηθικής δεοντολογίας ή διλήμματος απαιτεί περίσκεψη και συχνά διάλογο με τους πελάτες και συναδέλφους, λαμβάνοντας υπόψιν τις διάφορες Αρχές Δεοντολογίας. Ακόμα και αν εξακολουθούν να υφίστανται συγκρουόμενα ζητήματα, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται αποφάσεις και να αναλαμβάνονται δράσεις.  

Β. Γενικές Κατευθύνσεις Επαγγελματικής Δεοντολογίας 

 

Προοίμιο

Οι Ψυχολόγοι αναπτύσσουν ένα έγκυρο και αξιόπιστο σύνολο γνώσεων βασισμένων στην έρευνα και εφαρμόζουν τις γνώσεις αυτές στις ψυχολογικές διεργασίες και την ανθρώπινη συμπεριφορά, μέσα σε διάφορα πλαίσια. Για το σκοπό αυτό, επιτελούν πολλούς ρόλους σε διαφόρους τομείς, όπως στην αξιολόγηση, τη θεραπεία, την εκπαίδευση, τη γνωμάτευση, την πραγματογνωμοσύνη, καθώς και στην έρευνα, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς από τους τομείς αυτούς.

Προσπαθούν, επίσης, να βοηθούν το ευρύ κοινό να αναπτύσσει, κατόπιν πληροφόρησης, κρίσεις και επιλογές σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά και να βελτιώνουν την κατάσταση τόσο των ατόμων όσο και της κοινωνίας.

Στις ακόλουθες Γενικές Κατευθύνσεις Δεοντολογίας ο όρος “πελάτης” αναφέρεται σε κάθε άτομο ή άτομα σε αλληλεξάρτηση, ή σε οργανισμούς, με τους οποίους οι Ψυχολόγοι έχουν επαγγελματική σχέση, συμπεριλαμβανομένων και των έμμεσων σχέσεων. Οι Γενικές αυτές Κατευθύνσεις λαμβάνουν υπ’ όψιν τα ακόλουθα:

  • Η επαγγελματική συμπεριφορά των Ψυχολόγων πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο ενός επαγγελματικού ρόλου, που χαρακτηρίζεται από την επαγγελματική σχέση. 
  • Η ανισότητα γνώσης και ισχύος πάντα επηρεάζει τις επαγγελματικές σχέσεις των Ψυχολόγων με τους πελάτες και συναδέλφους/συνεργάτες.
  • Όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα εντός της επαγγελματικής σχέσης και όσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτηση των πελατών, τόσο βαρύτερη είναι η ευθύνη του επαγγελματία Ψυχολόγου.
  • Οι υπευθυνότητες των Ψυχολόγων πρέπει να εξετάζονται μέσα στο πλαίσιο του σταδίου εξέλιξης της επαγγελματικής σχέσης.

 

 Άρθρο 1: Σεβασμός των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ατόμου

Οι Ψυχολόγοι αποδίδουν τον ανάλογο σεβασμό και προάγουν την ανάπτυξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας και αξίας όλων των ανθρώπων. Επίσης, σέβονται τα δικαιώματα των ατόμων, όπως το απόρρητο της προσωπικής ζωής, τον αυτοκαθορισμό και την αυτονομία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις λοιπές επαγγελματικές υποχρεώσεις των Ψυχολόγων και το νόμο.

 

Άρθρο 2: Επάρκεια

Οι Ψυχολόγοι προσπαθούν να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν υψηλά κριτήρια επάρκειας στην εργασία τους. Αναγνωρίζουν τα όρια των ιδιαίτερων ικανοτήτων τους και τους περιορισμούς της ειδικότητάς τους. Παρέχουν μόνο τις υπηρεσίες εκείνες και χρησιμοποιούν μόνο τις τεχνικές εκείνες για τις οποίες διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα, λόγω των σπουδών, της εκπαίδευσης ή της εμπειρίας τους.

 

Άρθρο 3: Υπευθυνότητα

Οι Ψυχολόγοι γνωρίζουν τις επαγγελματικές και επιστημονικές ευθύνες απέναντι στους πελάτες τους, την κοινότητα και την κοινωνία, μέσα στην οποία ζουν και εργάζονται. Οι Ψυχολόγοι αποφεύγουν να προξενήσουν βλάβη, είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και βεβαιώνονται, στο μέτρο του δυνατού, ότι δεν γίνεται κακή χρήση των υπηρεσιών τους.

 

Άρθρο 4: Ακεραιότητα

Οι Ψυχολόγοι επιδιώκουν να προάγουν την ακεραιότητα του χαρακτήρα στην επιστήμη, τη διδασκαλία και την άσκηση της ψυχολογίας. Στις δραστηριότητές τους αυτές, οι Ψυχολόγοι είναι έντιμοι, δίκαιοι και σέβονται τους άλλους. Προσπαθούν να αποσαφηνίσουν στα ενδιαφερόμενα μέρη το ρόλο που οι ίδιοι διαδραματίζουν και λειτουργούν καταλλήλως, σύμφωνα με τους ρόλους αυτούς.

 

Άρθρο 5: Σεβασμός για τα Δικαιώματα και την Αξιοπρέπεια του Ατόμου

 

Άρθρο 5.1: Γενικός Σεβασμός

α) Επίγνωση και σεβασμός για τις γνώσεις, τη διορατικότητα, την εμπειρία και τους τομείς εμπειρογνωμοσύνης των πελατών, σχετικών τρίτων μερών, συναδέλφων, σπουδαστών και του κοινού.

β) Επίγνωση των ατομικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών και των διαφόρων ρόλων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που οφείλονται σε αναπηρία, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, φυλή, εθνότητα, εθνική καταγωγή, ηλικία, θρησκεία, γλώσσα και κοινωνικο-οικονομική κατάσταση.

γ) Αποφυγή μεθόδων που είναι απόρροια μεροληπτικής προδιάθεσης και προκατάληψης, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε άδικες διακρίσεις.

 

Άρθρο 5.2: Απόρρητο και Εχεμύθεια

α) Η αναζήτηση και κοινοποίηση πληροφοριών περιορίζεται μόνο σε αυτές που χρειάζονται για επαγγελματικούς σκοπούς.

 β) Επαρκής αποθήκευση και χειρισμός πληροφοριών και αρχείων, οποιασδήποτε μορφής, με σκοπό την εξασφάλιση του απορρήτου, καθώς και λογική λήψη προληπτικών μέτρων, ώστε να παραμένουν ανώνυμα τα στοιχεία όταν χρειάζεται, και περιορισμός της πρόσβασης σε αναφορές και αρχεία για τα άτομα εκείνα που έχουν νομιμοποιούνται να τα γνωρίζουν.

γ) Υποχρέωση να λαμβάνουν γνώση οι πελάτες, και όσοι άλλοι έχουν κάποια επαγγελματική σχέση, των νομίμων περιορισμών για τη διατήρηση του απορρήτου.

δ) Υποχρέωση όταν το νομικό σύστημα απαιτεί άρση του απορρήτου, να παρέχουν μόνο τις πληροφορίες εκείνες που είναι σχετικές με το θέμα, άλλως να διατηρούν το απόρρητο.

ε) Αναγνώριση της σύγκρουσης που μπορεί να προκύψει ανάμεσα στο απόρρητο και την προστασία ενός πελάτη ή άλλων σημαντικών τρίτων μερών.

στ) Δικαίωμα των πελατών να έχουν πρόσβαση σε αρχεία και εκθέσεις, που τους αφορούν και να τους παρέχεται η απαραίτητη βοήθεια και συμβουλή, έτσι ώστε να έχουν επαρκείς και κατανοητές πληροφορίες, που να εξυπηρετούν το συμφέρον τους.

ζ) Τήρηση αρχείων και σύνταξη εκθέσεων έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η πρόσβαση του πελάτη σ’ αυτά, χωρίς να διακινδυνεύεται η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που αφορούν τρίτους.

 

Άρθρο 5.3: Συγκατάθεση κατόπιν Ενημέρωσης και Ελευθερία Συγκατάθεσης

α) Αποσαφήνιση και διαρκής συζήτηση των επαγγελματικών ενεργειών, μεθόδων και πιθανών συνεπειών των πράξεων του Ψυχολόγου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο πελάτης θα δώσει τη συγκατάθεσή του πριν και κατά τη διάρκεια της ψυχολογικής παρέμβασης.

β) Αποσαφήνιση προς τους πελάτες των διαδικασιών τήρησης αρχείων και σύνταξης εκθέσεων και αναφορών.

γ) Αναγνώριση ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότεροι του ενός πελάτες και ότι αυτοί μπορεί να είναι πρώτης και δεύτερης τάξεως πελάτες, έχοντας, δηλαδή, διαφορετικές επαγγελματικές σχέσεις με τον Ψυχολόγο, ο οποίος, ως εκ τούτου, έχει μία σειρά από υπευθυνότητες.

 

Άρθρο 5.4: Αυτοκαθορισμός

α) Μεγιστοποίηση της αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού του πελάτη, που συμπεριλαμβάνει και το γενικό δικαίωμά του να ξεκινά και να διακόπτει την επαγγελματική σχέση με τον Ψυχολόγο.

β) Εξειδίκευση των ορίων αυτού του αυτοκαθορισμού λαμβάνοντας υπ’ όψιν παράγοντες όπως την αναπτυξιακή ηλικία του πελάτη, την ψυχική του υγεία και τους περιορισμούς που ορίζονται από τις νόμιμες διαδικασίες.

 

Άρθρο 6: Ικανότητα 

Άρθρο 6.1: Γνώσεις  Δεοντολογίας

Υποχρέωση να διαθέτει καλή γνώση της Δεοντολογίας, συμπεριλαμβανομένου και του Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και  Δεοντολογίας, και να περιλαμβάνει τα ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας στην επαγγελματική του πρακτική.

 

Άρθρο 6.2: Όρια Ικανοτήτων

Υποχρέωση να ασκεί το επάγγελμα εντός των ορίων των ικανοτήτων που προκύπτουν από τις σπουδές, την άσκηση και την εμπειρία του.

 

Άρθρο 6.3: Όρια Διαδικασιών

α) Υποχρέωση να έχει επίγνωση των ορίων για τις διαδικασίες των ειδικών έργων του, καθώς και των ορίων των συμπερασμάτων που μπορούν να συναχθούν από διαφορετικές περιστάσεις και για διαφορετικούς σκοπούς.

β) Υποχρέωση να έχει επίγνωση και να δρα μέσα στο πλαίσιο της κριτικής ανάπτυξης, των θεωριών και μεθόδων της ψυχολογικής κοινότητας.

 

Άρθρο 6.4: Συνέχιση της Ανάπτυξης

Υποχρέωση να συνεχίζει την επαγγελματική του ανάπτυξη.

 

Άρθρο 6.5: Ανικανότητα

Υποχρέωση να μην ασκεί το επάγγελμα, όταν η ικανότητα ή η κρίση του έχει επηρεαστεί αρνητικά, προσωρινά ή μόνιμα.

 

Άρθρο 7: Υπευθυνότητα

Άρθρο 7.1: Γενική Υπευθυνότητα

Αφορά την ποιότητα και τις συνέπειες των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των Ψυχολόγων.

 

Άρθρο 7.2: Προαγωγή Υψηλών Κριτηρίων

Προαγωγή και διατήρηση υψηλών κριτηρίων επιστημονικής και επαγγελματικής δραστηριότητας και απαίτηση από τους Ψυχολόγους να οργανώνουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής Δεοντολογίας.

 

Άρθρο 7.3: Αποφυγή Βλάβης

Αποφυγή της κακής χρήσης των ψυχολογικών γνώσεων και πρακτικών, και ελαχιστοποίηση της βλάβης που είναι προβλέψιμη αλλά αναπόφευκτη.

 

Άρθρο 7.4: Συνέχεια της Φροντίδας

α) Ευθύνη για την αναγκαία διατήρηση της επαγγελματικής φροντίδας των πελατών, η οποία περιλαμβάνει συνεργασία με άλλους επαγγελματίες και ανάληψη κατάλληλων δράσεων σε περίπτωση που ένας Ψυχολόγος χρειαστεί να αναστείλει ή να παύσει την εργασία του μαζί του.

β) Ευθύνη έναντι του πελάτη, που συνεχίζεται και μετά την επίσημη λήξη της επαγγελματικής σχέσης, σε περίπτωση νέας επαφής για θέματα που απορρέουν εκ της αρχικής επαγγελματικής σχέσης.

 

Άρθρο 7.5: Εκτεταμένη Ευθύνη

Ανάληψη γενικής ευθύνης για τις επιστημονικές και επαγγελματικές δραστηριότητες, εφαρμόζοντας τους κανόνες Δεοντολογίας και στις σχέσεις με τους εργαζομένους, βοηθούς, εποπτευομένους και σπουδαστές.

 

Άρθρο 7.6: Επίλυση Διλημμάτων

Αναγνώριση ότι παρουσιάζονται διλήμματα Δεοντολογίας και ότι είναι ευθύνη του Ψυχολόγου να αποσαφηνίσει αυτά τα διλήμματα και να συμβουλευθεί συναδέλφους και/ή τον Εθνικό Σύλλογο, καθώς και να πληροφορήσει άλλους, που σχετίζονται με το θέμα για τις απαιτήσεις του Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής Δεοντολογίας.

 

Άρθρο 8: Ακεραιότητα 

Άρθρο 8.1: Αναγνώριση των Επαγγελματικών Περιορισμών

Υποχρέωση να είναι αυτοκριτικός και ανοιχτός στο θέμα των προσωπικών και επαγγελματικών περιορισμών. Συστήνεται να επιδιώκει την επαγγελματική συμβουλή και υποστήριξη, όταν βρεθεί σε δύσκολες συνθήκες.

 

Άρθρο 8.2: Εντιμότητα και Ακρίβεια

α) Ακρίβεια στην παρουσίαση των σχετικών προσόντων, σπουδών, εμπειρίας, ικανοτήτων και συνεργασιών του.

β) Ακρίβεια στην παρουσίαση πληροφοριών και ευθύνη στο να αναγνωρίζει και να μην αποκρύπτει εναλλακτικές υποθέσεις, στοιχεία ή επεξηγήσεις.

γ) Εντιμότητα και ακρίβεια αναφορικά με τις οποιεσδήποτε οικονομικές προεκτάσεις της επαγγελματικής σχέσης.

δ) Αναγνώριση της ανάγκης για ακρίβεια, καθώς και των περιορισμών επί των συμπερασμάτων και γνωμών, που εκφράζονται στις επαγγελματικές εκθέσεις και γνωμοδοτήσεις.

 

Άρθρο 8.3: Ευθύτητα και Ειλικρίνεια

α) Γενική υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες και να αποφεύγει την παραπλάνηση κατά την ερευνητική και επαγγελματική πρακτική.

β) Υποχρέωση να μην αποκρύπτει πληροφορίες ή να εμπλέκεται σε ευκαιριακή παραπλάνηση, αν υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές μέθοδοι. Σε περίπτωση που έχει εκδηλωθεί παραπλάνηση, είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει και να αποκαταστήσει την αλήθεια.

 

Άρθρο 8.4: Σύγκρουση Συμφερόντων και Εκμετάλλευση

α) Επίγνωση των πιθανών προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν από δυαδικές σχέσεις και υποχρέωση αποφυγής τέτοιων σχέσεων, οι οποίες μειώνουν την απαραίτητη επαγγελματική απόσταση ή μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή εκμετάλλευση του πελάτη.

β) Υποχρέωση να μην εκμεταλλεύεται μία επαγγελματική σχέση για την προώθηση προσωπικών, θρησκευτικών, πολιτικών, ιδεολογικών ή άλλων συμφερόντων.

γ) Επίγνωση ότι η σύγκρουση συμφερόντων και η ανισότητα δύναμης σε μία σχέση μπορεί να υφίσταται ακόμα και μετά τον επίσημο τερματισμό της σχέσης, και ότι μπορεί να εξακολουθούν να ισχύουν οι επαγγελματικές ευθύνες.

 

Άρθρο 8.5: Πράξεις Συναδέλφων

Υποχρέωση να προβαίνει σε λελογισμένη κριτική των επαγγελματικών πράξεων των συναδέλφων, και να παίρνει την πρωτοβουλία να ενημερώνει τους συναδέλφους και, αν είναι δυνατόν, τις σχετικές επαγγελματικές ενώσεις, ιδίως αν πρόκειται για ζήτημα αντιδεοντολογικών πράξεων.

 

Γ. Ειδικοί Όροι Εφαρμογής του Επαγγέλματος στην Ελλάδα

Άρθρο 1: Γενικές Υποχρεώσεις

1.1.  Πρωταρχική υποχρέωση του Ψυχολόγου είναι να διαφυλάξει το κύρος του επαγγέλματός του, το οποίο το επιτυγχάνει με το σεβασμό προς τον άνθρωπο και τα δικαιώματά τους, την αντικειμενικότητα, την αξιοπρέπεια, την ευσυνειδησία, την υψηλή συναίσθηση ευθύνης και την συμπεριφορά που εμπνέει εμπιστοσύνη και γενικά τη διατήρηση του έργου του σε υψηλά επίπεδα.

1.2. Μέριμνα του Ψυχολόγου, κατά την παροχή των υπηρεσιών του, είναι η αντιμετώπιση των αναγκών του ανθρώπου εκλαμβανομένου ως βιο-ψυχο-κοινωνικής και πνευματικής οντότητας. Ο Ψυχολόγος οφείλει να χρησιμοποιεί το σύνολο των επιστημονικών και επαγγελματικών του γνώσεων, με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του πελάτη, διατηρώντας σε κάθε περίπτωση την επιστημονική και επαγγελματική του αυτοτέλεια. 

1.3. Ο Ψυχολόγος φροντίζει ώστε οι πράξεις, οι ενέργειες και γενικά η συμπεριφορά του να μη μειώνουν το επάγγελμά του στην κοινή γνώμη και ιδίως να μην έρχονται σε αντίθεση προς το «δημόσιο αίσθημα» του τόπου, όπου το ασκεί.

1.4. Ο Ψυχολόγος φροντίζει να διατηρεί υψηλό το επίπεδο της εργασίας του και να προφυλάσσει την επιστήμη του και τις μεθόδους της από κάθε φθορά στην κοινή γνώμη. Ειδικότερα φροντίζει να εξασφαλίζει κατάλληλους όρους και συνθήκες για την διεξαγωγή της εργασίας του.

1.5. Ο Ψυχολόγος, όταν ασκεί την εργασία του, βασίζεται σε μεθόδους και τεχνικές που έχουν κατοχυρωθεί ως μέσα επιστημονικής Ψυχολογικής Αξιολόγησης και Παρέμβασης, έχει υπ’ όψη του τα όριά τους και φροντίζει να επαληθεύει τα ευρήματά και τις διαπιστώσεις του.

1.6. Όταν δεν υφίστανται εγγυήσεις για την τήρηση όρου ή όρων των εδαφίων 1,1, 1.2, 1.3, 1.4 και 1.5 ο Ψυχολόγος απέχει από το να προσφέρει τις υπηρεσίες του.

1.7. Η παρουσίαση των τίτλων σπουδών καθώς και η αναγραφή των τίτλων και των εξειδικεύσεών του σε πινακίδες, επισκεπτήρια και άλλα έντυπα ή ηλεκτρονικά μέσα, πρέπει να ανταποκρίνεται απόλυτα προς την πραγματικότητα.

1.8. Η γνωστοποίηση της επαγγελματικής ιδιότητας του Ψυχολόγου πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ανάλογο προς το επίπεδο του επαγγέλματος και τον ρόλο του Ψυχολόγου στην κοινωνία.

1.9. Η ιδιότητα του μέλους του Επαγγελματικού Συλλόγου των Ψυχολόγων (Σ.Ε.Ψ.) δεν χρησιμοποιείται για σκοπούς που έρχονται σε αντίθεση με το καταστατικό του.

 

Άρθρο 2: Σχέση με Συναδέλφους   

2.1. Δυσμενείς κρίσεις για συναδέλφους δημοσίως, έστω και χωρίς να αναφέρονται ονόματα, φθείρουν το επάγγελμα στην κοινή συνείδηση και είναι επιζήμιες για όλους τους εκπροσώπους του.

2.2. Όταν κάποιος πελάτης ζητά τις υπηρεσίες του Ψυχολόγου, ενώ ήδη δέχεται τις υπηρεσίες ενός άλλου σχετικού επιστήμονα, ο Ψυχολόγος εξετάζει προσεκτικά την κατάσταση και τους λόγους που οδήγησαν τον πελάτη να απευθυνθεί για πρόσθετη βοήθεια και έρχεται σε συνεννόηση με τον αρχικό επιστήμονα, ώστε να αποφευχθούν συγχύσεις ή συγκρούσεις με τον πελάτη ή τον συνάδελφο. Επίσης, συνιστάται ο Ψυχολόγος που προσλαμβάνεται σε μια θέση ή που αναλαμβάνει τη διδασκαλία μαθημάτων, να ενημερώνει σχετικά τον προκάτοχό του, εφόσον υπάρχει.

2.3. Όσοι έχουν συμβάλλει σε μία εργασία που ανακοινώνεται ή στη διαμόρφωση μίας ψυχολογικής δοκιμασίας (τεστ), μνημονεύονται ονομαστικά ανάλογα με τη συμβολή τους ως συγγραφείς, στον πρόλογο ή σε υποσημείωση.

2.4. Ο Ψυχολόγος δεν ιδιοποιείται την εργασία άλλου επιστήμονα. Όταν καταχωρεί σε εργασία του υλικά άλλων ειδικών, αναφέρει τα στοιχεία του επιστήμονα που εκπόνησε την εργασία ή την ψυχολογική δοκιμασία (τεστ).

 

Άρθρο 3: Σχέση με άλλους Επαγγελματίες Υγείας

3.1. Ο Ψυχολόγος δεν υπεισέρχεται στα έργα και στη δικαιοδοσία συγγενών επαγγελμάτων από υπέρβαση άσκησης του δικού του επαγγέλματος. Ειδικότερα, οφείλει να μην αναλαμβάνει να προσφέρει υπηρεσία ή συμβουλές για προβλήματα ή συμπτώματα που βρίσκονται έξω από τα αναγνωρισμένα όρια της ψυχολογικής πράξης.

3.2. Ο Ψυχολόγος οφείλει να διατηρεί άριστες σχέσεις με τους λοιπούς επαγγλεματίες υγείας που εμπλέκονται στο περιστατικό, παραμερίζοντας κάθε διαφορά με γνώμονα το συμφέρον του πελάτη και την εύρυθμη λειτουργία του θεσμικού πλαισίου παροχής υπηρεσιών. 

3.3. Ο Ψυχολόγος οφείλει να σέβεται και να συνεργάζεται αρμονικά με τους άλλους επαγγελματίες υγείας, διατηρώντας, ωστόσο, την επιστημονική του αυτοτέλεια και την ιδιότητά του ως ισότιμο μέλος της θεραπευτικής ομάδας. 

3.4. Όταν άλλος επαγγελματίας υγείας παραπέμπει ένα άτομο σε Ψυχολόγο, στην περίπτωση που παρουσιασθεί ανάγκη ο Ψυχολόγος να αποστείλει το άτομο αυτό σε άλλο συνάδελφο ή ψυχίατρο, ο Ψυχολόγος πρέπει να έλθει προηγουμένως σε συνεννόηση με εκείνον που αρχικά παρέπεμψε την περίπτωση.

3.5. Στοιχεία για τον πελάτη, που ανακοινώνονται στον Ψυχολόγο από συνάδελφό του ή άλλον ειδικό επιστήμονα, γνωστοποιούνται μόνο ύστερα από συγκατάθεση εκείνου που τα παρείχε.

 

Άρθρο 4: Σχέση με το Θεσμικό Πλαίσιο Εργασίας 

4.1. Ο Ψυχολόγος κατά την άσκηση της επαγγελματικής του πράξης (κλινικής/υγείας, σχολικής/εκπαιδευτικής, οργανωτικής/εργασιακής ή άλλου τομέα της ψυχολογίας) τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο όχι μόνο για τα πρόσωπα που εξετάζει, αλλά και για το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο εργάζεται.

4.2. Ο Ψυχολόγος που αναλαμβάνει εργασία σε κάποιο θεσμικό πλαίσιο, ενημερώνει ευθύς εξ αρχής τον εργοδότη του για τους περιορισμούς και τις υποχρεώσεις που του καθορίζει η υποχρέωση τήρησης του Κώδικα Δεοντολογίας των Ψυχολόγων. Φροντίζει δε για το απόρρητο του αρχείου του ψυχολογικού υλικού που συλλέγει (ιστορικά, αποτελέσματα δοκιμασιών, σημειώσεις συνεδριών, βεβαιώσεις, πιστοποιητικά, μαρτυρίες κ.ά.), το οποίο σε περίπτωση αποχώρησής του από το θεσμικό πλαίσιο, παραδίδει σε άλλο Ψυχολόγο του θεσμικού πλαισίου ή ελλείψει αυτού μόνο σε άλλο επαγγελματία υγείας του θεσμικού πλαισίου. 

4.3. Στην περίπτωση που ένα θεσμικό πλαίσιο αναθέτει σε Ψυχολόγο τη διεξαγωγή μιας έρευνας ή μελέτης, συνιστάται να καθορίζονται από πριν, με ειδική γραπτή συμφωνία, τα χρονικά όρια από την κατάθεση της εργασίας έως τη δημοσίευσή της από τον φορέα, η κυριότητα του ανεπεξέργαστου ψυχολογικού υλικού και οι λοιποί όροι συνεργασίας.

 

 

Άρθρο 5: Σχέση με  τους Πελάτες ή με τα Υποκείμενα Έρευνας

5.1.  Ο Ψυχολόγος έχει πρωταρχική υποχρέωση απέναντι στον πελάτη του να τηρεί πλήρη εχεμύθεια για ό,τι περιέχεται σε γνώση του από την ιδιωτική ζωή και τις πράξεις του, ακόμα και αν δεν του τα έχει ανακοινώσει ο ίδιος ο πελάτης. Η ίδια υποχρέωση ισχύει και για τα υποκείμενα έρευνας, που πρέπει οπωσδήποτε να κατοχυρώνεται η ανωνυμία τους, εκτός αν συμφωνηθεί εγγράφως διαφορετικά.

5.2.  Ο Ψυχολόγος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει για ιδιοτελείς σκοπούς πληροφορίες που έτυχε να αντλήσει από τον πελάτη του.

5.3. Ο Ψυχολόγος δεν προβαίνει σε μαγνητοφώνηση, κινηματογραφική λήψη ή φωτογράφηση (εκτός της καταγραφής συμπεριφοράς κοινωνικού συνόλου με την προϋπόθεση ότι δεν διακρίνονται τα πρόσωπα) χωρίς τη συγκατάθεση του πελάτη του ή των υποκείμενων της έρευνας.

5.4. Ο Ψυχολόγος δεν προσφέρει αυτόβουλα τις υπηρεσίες του σε μελλοντικούς πελάτες, ούτε παρέχει συμβουλές, ερμηνείες ή άλλες ψυχολογικές παρεμβάσεις, ούτε παρακινεί κανένα να υποβληθεί σε ψυχολογική αξιολόγηση, ακόμη και χωρίς αμοιβή.

5.5.  Ο Ψυχολόγος δεν προσφέρει ψυχολογικές υπηρεσίες σε πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος ή σε πρόσωπα που τα συνδέει στενή φιλία μαζί του.

5.6. Ο Ψυχολόγος προβαίνει σε οποιουδήποτε τύπου ψυχολογική αξιολόγηση ή παρέμβαση μόνον κατόπιν ρητώς εκπεφρασμένης συναινέσης του πελάτη και αφού τον έχει καταλλήλως ενημερώσει. Στις περιπτώσεις που ο πελάτης δεν διαθέτει την ικανότητα συναίνεσης, η συναίνεση δίδεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του. Όμως σε κάθε περίπτωση, ο Ψυχολόγος λαμβάνει υπόψιν τη γνώμη του πελάτη και τον ενημέρωνει σχετικά με το είδος της πράξης, την αναγκαιότητά της και τις συνέπειες αυτής. 

5.7. Ο Ψυχολόγος, όταν κληθει να εξετάσει ένα ανήλικο, απαιτείται να λάβει τη συγκατάθεση και των δύο γονέων. Σε περίπτωση, που οι γονείς είναι σε διαμάχη ή αντιδικία, η συγκατάθεση θα πρέπει να είναι έγγραφη. Επιδιώκει να συναντήσει τους γονείς για να διαμορφώσει πλήρη εικόνα της κατάστασης του παιδιού. Σε αντίθετη περίπτωση, αρνείται να εξετάσει το τέκνο.  

5.8. Ο Ψυχολόγος οφείλει να ενημερώσει για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, το προτεινόμενο είδος ψυχολογικής παρέμβασης, καθώς και την πορεία αυτής και τους δύο γονείς (αυτόν που έχει την επιμέλεια και αυτόν που έχει τη γονική μέριμνα), ακόμα και αν ο γονέας που έχει την επιμέλεια δεν συμφωνεί με την ενημέρωση αυτή. 

5.9. Λύση της υποχρέωσης για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως όταν ο Ψυχολόγος έχει σχηματίσει τη γνώμη ότι κινδυνεύει η ζωή ή η ασφάλεια του πελάτη του ή η ζωή και η σωματική ακεραιότητα τρίτων προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, η ανακοίνωση του κινδύνου γίνεται μόνο σε αρμόδια πρόσωπα ή φορείς (οικείους, κηδεμόνα, δικαιοσύνη).

5.10. Δεν επιτρέπεται στον Ψυχολόγο να παρουσιασθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης ή κατηγορίας του πελάτη του. 

5.11.  Ο Ψυχολόγος δεν συζητά περιπτώσεις πελατών του σε κύκλους εξωεπαγγελματικούς ή μη συγγενών επαγγελμάτων. Αν κατά τη διδασκαλία του ή στα συγγράμματά του θέλει να χρησιμοποιήσει υλικό περιπτώσεων, φροντίζει οπωσδήποτε να εξασφαλιστεί η απόλυτη ανωνυμία τους.

5.12.  Ο Ψυχολόγος μεριμνά για τη διαφύλαξη της ασφάλειας και ανωνυμίας του υλικού των πελατών του, περιλαμβανομένων και των στοιχείων που διατηρεί σε ηλεκτρονική μορφή. Όταν δεν μπορεί να έχει πλήρη έλεγχο των κατοχυρωμένων στο αρχείο του πληροφοριών, κωδικοποιεί τις περιπτώσεις. 

5.13. Ο Ψυχολόγος αποφεύγει να επαναλάβει ψυχολογικές δοκιμασίες στο ίδιο πρόσωπο που έχουν ήδη γίνει από τον ίδιο ή συνάδελφό του, πριν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

5.14. Ο Ψυχολόγος δεν επιτρέπεται να διαθέτει τα μέσα και τις δυνατότητες της επιστήμης του για την ικανοποίηση αθέμιτων συμφερόντων και συμπεριφορών. 

5.15. Ο Ψυχολόγος δεν επιτρέπεται να παρέχει στους πελάτες του ιατρικές συμβουλές και οφείλει να τους παραπέμπει σε γιατρό αντίστοιχης ειδικότητας.  

5.16. Ο Ψυχολόγος κατά την διεξαγωγή ερευνών, πληροφορεί τους εξεταζομένους για τις πτυχές της έρευνας που πιθανώς να επηρεάσουν τη θέληση τους να συμμετέχουν σε αυτήν και δίνει εξηγήσεις στα θέματα που εγείρουν οι συμμετέχοντες. Σε περιπτώσεις παιδιών ή ατόμων που αδυνατούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, ζητά τη συγκατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου τους, καθώς και εκείνου που έχει τη γονική μέριμνα. Ο ερευνητής αναγνωρίζει το δικαίωμα στα συμμετέχοντα σε μια έρευνα υποκείμενα να αποσυρθούν από την έρευνα οποιαδήποτε στιγμή. 

5.17. Ο Ψυχολόγος κατά την διεξαγωγή ερευνών προσπαθεί να αποφεύγει υπέρμετρη καταπόνηση, συγκίνηση ή ταλαιπωρία των εξεταζομένων, σωματική ή ψυχική, ιδιαίτερα  όταν πρόκειται για ανηλίκους. Ακόμα, εξετάζει προσεκτικά την πιθανότητα μακροπρόθεσμων ανεπιθύμητων συνεπειών στα υποκείμενα που μετέχουν στην έρευνα, κι έχει την ευθύνη για να τις επισημάνει και να τις αφαιρέσει, τροποποιώντας πιθανώς τον πειραματικό σχεδιασμό, όσο αυτό είναι δυνατόν. Ανάλογη φροντίδα πρέπει να λαμβάνεται και για τα πειραματόζωα, στο πλαίσιο των σχετικών πειραματισμών.

5.18. Ο Ψυχολόγος οφείλει να αρνηθεί τις υπηρεσίες του σε κάθε περίπτωση που κρίνει ότι δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις ή πείρα για την αντιμετώπιση του πελάτη. 

 

Άρθρο 6: Μέριμνα για το Ψυχολογικό Υλικό   

6.1. Δεν επιτρέπεται η διάδοση των ψυχολογικών δοκιμασιών (τεστ) κατά οποιοδήποτε τρόπο μεταξύ προσώπων μη ειδικών, είτε κυκλοφορώντας τα, είτε ανατυπώνοντας τα ή περιγράφοντας τα σε εκλαϊκευτικές περιοδικές εκδόσεις, παντός τύπου έντυπα, εκπομπές ή ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και η χρήση τους για οποιοδήποτε άλλο σκοπό εκτός αυτού της ψυχολογικής αξιολόγησης, γιατί τα φθείρει και τα αχρηστεύει ως ψυχομετρικά όργανα άσκησης του επαγγέλματος. Εάν υποπέσει στην αντίληψη του Ψυχολόγου, σχετικό συμβάν, οφείλει να ενημερώσει χωρίς αναβολή τον Επαγγελματικό Σύλλογο – ΣΕΨ. 

 6.2.  Ο Ψυχολόγος όταν χρησιμοποιεί ψυχολογικές δοκιμασίες, σέβεται το δικαίωμα του πελάτη του να έχει επεξήγηση της φύσης και του σκοπού των δοκιμασιών αυτών. Οι επεξηγήσεις πρέπει να γίνονται σε γλώσσα απλή, χωρίς τεχνικούς όρους, που ο εξεταζόμενος μπορεί να κατανοήσει χωρίς να παρερμηνεύσει. Αν η εκ των προτέρων γνώση του τι μετρά η δοκιμασία (π.χ. προσωπικότητας) καθιστά άκυρο το όργανο αυτό, τότε ο Ψυχολόγος μπορεί να δώσει επεξηγήσεις μετά την χορήγηση του τεστ. Αν η κατάσταση του πελάτη είναι ειδική (π.χ. παιδί), τότε επεξηγήσεις δίνονται στους εκπροσώπους του.

6.3. Η χορήγηση, αξιολόγηση και ερμηνεία των ψυχολογικών δοκιμασιών από υπηρεσίες ή θεσμικά πλαίσια που χρησιμοποιούν για τον σκοπό αυτόν ηλεκτρονικούς υπολογιστές θεωρείται επαγγελματική δραστηριότητα και διέπεται από τις ανάλογες αρχές, τις οποίες ο υπεύθυνος του θεσμικού πλαισίου και οι συνεργάτες του οφείλουν να εφαρμόζουν.

6.4. Η συλλογή ψυχολογικού υλικού με ομαδική χορήγηση δοκιμασιών, γίνεται είτε από τον ίδιο τον ερευνητή είτε από άλλα πρόσωπα, με ανάλογη όμως ειδική προάσκηση και με την  προσωπική εποπτεία και ευθύνη του ερευνητή.

6.5. Ο Ψυχολόγος μειώνει την αξιοπιστία των πορισμάτων των ερευνών του, αν παράλληλα προς αυτά δεν παρουσιάσει ακριβή και πλήρη στοιχεία για τις μεθόδους, το δείγμα, το υλικό και τις συνθήκες γενικά διεξαγωγής των ερευνών.

6.6. Σε περίπτωση που ο Ψυχολόγος θα χρειασθεί να χορηγήσει γραπτή γνωμάτευση, οφείλει να αναφέρει μέσα τον αποδέκτη και τον σκοπό για τον οποίο χορηγείται.

6.7. Ψυχολογικές γνωματεύσεις ή εκθέσεις χορηγούνται από τον Ψυχολόγο για επαγγελματική χρήση και απευθύνονται σε αρμόδια πρόσωπα ή υπηρεσίες.

6.8. Ο Ψυχολόγος στη γνωμάτευσή του εκφράζει την επιστημονική του κρίση αποκλειστικά για τον πελάτη του και δεν αναφέρεται σε άλλα πρόσωπα, τα οποία δεν εξετάσθηκαν από αυτόν, ούτε παραθέτει στη γνωμάτευσή του κρίσεις και απόψεις άλλων πρόσωπων που σχετίζονται με τον πελάτη του ή τους οικείους του και δεν εξετάστηκαν από αυτόν. 

6.9. Ο Ψυχολόγος, ως υπεύθυνος επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (αρχείο συλλογής δεδομένων, εκθέσεις, πιστοποιητικά, βεβαιώσεις) ανηλίκου ή ενηλίκου υπό κηδεμονία, υποχρεούται να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά του γονέα, τόσο σε αυτόν που ασκεί την επιμέλεια, όσο και σε αυτόν που ασκεί τη γονική μέριμνα. 

6.10. Δεν επιτρέπεται η γραπτή ή προφορική ανακοίνωση του Δείκτη Νοημοσύνης (Ι.Q), τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ή άλλες δεξιότητες του πελάτη σε γονείς ή σε θεσμικά πλαίσια, όταν δεν διατηρούν ψυχολογικές υπηρεσίες. Ο Δείκτης Νοημοσύνης ανακοινώνεται μόνο η γενική κατηγορία στην οποία ανήκει ο πελάτης (π.χ. κανονική, ανωτέρα κ.α.). Γενικά αποφεύγεται η ανακοίνωση κάθε λεπτομέρειας που μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες. Στις περιπτώσεις, που ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες. 

 

Άρθρο 7: Συνεργασία με τους Θεσμούς (Υπουργεία, Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, Αθλητικούς Οργανισμούς, Σχολεία, Επιχειρήσεις κ.ά.).

  7.1. Ο Ψυχολόγος παρέχει τις υπηρεσίες του και συνδράμει τους διαφόρους θεσμούς (δημόσιους και ιδιωτικούς) στο έργο τους για την προαγωγή της υγείας, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και τις κείμενες διατάξεις.

7.2. Ο Ψυχολόγος οφείλει να γνωρίζει πλήρως τους νόμους και κανονισμούς που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος του Ψυχολόγου, καθώς και τον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής Δεοντολογίας των Ψυχολόγων.

7.3. Ο Ψυχολόγος όταν συμμετέχει σε προγράμματα εκπαίδευσης, παρέχει και πληροφόρηση σχετικά με το επάγγελμα του Ψυχολόγου.

Άρθρο 8: Διαφήμιση. 

8.1. Ο Ψυχολόγος αποφεύγει τη δημόσια διαφήμισή του ή τη δημόσια αναφορά του ονόματος του με σκοπό τη διαφήμιση είτε απ’ αυτόν, είτε από τρίτο πρόσωπο καθ’ υπόδειξη του. 

8.2. Ο Ψυχολόγος δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε εντοίχιση επιγραφών ή πινακίδων με εμπορικό ή κερδοσκοπικό περιεχόμενο, καθώς και να αναρτά πινακίδες σε εξώστες, παράθυρα ή σε άλλα σημεία της πρόσοψης κτιρίου και μάλιστα με επιδεικτική διακόσμηση και φωτισμό. 

8.3. Ο Ψυχολόγος επιτρέπεται να αναρτά μόνο πινακίδα στην κύρια είσοδο του τόπου της επαγγελματικής του εγκατάστασης, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα, τους πανεπιστημιακούς  του τίτλους (πτυχίο, μεταπτυχιακό κι διδακτορικό) και την/τις εξειδίκευση/εις του, καθώς και τα στοιχεία της άδειας άσκησης ή βεβαίωσης επαγγέλματος Ψυχολόγου (αριθμός πρωτοκόλλου, ημερομηνία έκδοσης, χορηγούσα αρχή).

8.4. Δεν επιτρέπεται η δημοσίευση − εν γνώσει του Ψυχολόγου−  στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο (αγγελίες, επιστολές ή δηλώσεις με μορφή ευχαριστηρίων ή συγχαρητηρίων επί πραγματικών ή υποθετικών ψυχολογικών παρεμβάσεων και ικανοτήτων του), η οποία σκοπεύει στην επαγγελματική διαφήμιση. 

8.5. Δεν συνιστούν ανεπίτρεπτη διαφήμιση: α) οι δημόσιες ανακοινώσεις για ψυχολογικά θέματα, εφόσον γίνονται σε θέματα της εξειδίκευσής του και με γνώμονα την ενημέρωση των συναδέλφων  ή της κοινής γνώμης, β) η συμμετοχή σε δημόσιες συζητήσεις, στο γραπτό ή ηλεκτρονικό Τύπο, με σκοπό την ενημέρωση της κοινής γνώμης γύρω από θέματα αρμοδιότητας ή εξειδίκευσης του Ψυχολόγου ή του πεδίου ευθύνης του, επίκαιρα ή μη.

8.6. Η ενημέρωση του κοινού σε θέματα του γνωστικού αντικειμένου της Ψυχολογίας πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές του Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας των Ψυχολόγων και δεν πρέπει να υποκρύπτεται σκοπός διαφήμισης. 

8.7. Η δια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης έκφραση απόψεων που μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση ή παραπλάνηση του κοινού για θέματα ψυχολογίας και ψυχικής υγείας, δεν επιτρέπεται και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υποθέσεων, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών.

Άρθρο 9: Παρουσία στο Διαδίκτυο. 

  9.1. Ο Ψυχολόγος μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες μέσω διαδικτύου σύμφωνα με τα οριζόμενα από τον παρόντα Κώδικα και την κείμενη νομοθεσία.

9.2.  Η παρουσία του Ψυχολόγου στο διαδίκτυο  πρέπει να συνάδει με την επαγγελματική του ευπρέπεια και αξιοπρέπεια και οι υπηρεσίες που παρέχει να ανταποκρίνονται στις εξειδικεύσεις του. Το όνομα, η επωνυμία, ο τίτλος, η ηλεκτρονική διεύθυνση και εν γένει το επαγγελματικό προφίλ που παρουσιάζει πρέπει να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. 

9.3. Το επαγγελματικό του προφίλ στο διαδίκτυο μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες για τη συνεργασία του Ψυχολόγου – με οποιανδήποτε τρόπο –  με τους θεσμούς υγείας, όπως δημόσιους, ιδιωτικούς, ταμεία ασθένειας και ασφαλιστικούς φορείς κ.ά. και να αναφέρεται ο χρόνος της τελευταίας ενημέρωσης. 

9.4. Οι πληροφορίες που παρέχονται στο διαδίκτυο πρέπει να είναι ακριβείς, αντικειμενικές, κατανοητές και σύμφωνες με τον παρόντα Κώδικα. Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να οδηγούν σε παραπλάνηση του κοινού. 

9.5. Οι πράξεις Ψυχολόγου και γενικά η άσκηση του επαγγέλματος του διαδικτυακά διενεργούνται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την κείμενη νομοθεσία και τον παρόντα Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας.

 

Άρθρο 10: Αμοιβή. 

10.1. Ο Ψυχολόγος παρέχει τις υπηρεσίες του με αμοιβή και χειρίζεται το θέμα αυτό με λεπτότητα, διακριτικότητα και χωρίς πρόθεση εκμετάλλευσης του πελάτη. Η διεκδίκηση της νόμιμης αμοιβής ή κάθε άλλο θέμα σχετικό με αυτήν πρέπει να διενεργείται με τρόπο ο οποίος να μην απάδει προς την αξιοπρέπεια και τον κατεξοχήν ανθρωπιστικό χαρακτήρα του επαγγέλματος του Ψυχολόγου. 

10.2. Ο Ψυχολόγος μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του χωρίς αμοιβή ή με μειωμένη αμοιβή σε ειδικές κατηγορίες πελατών βάσει κριτηρίων, που είναι κοινωνικώς πρόσφορα, παραδεκτά και σύμφωνα με το βαθύτερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα του επαγγέλματος του Ψυχολόγου. 

10.3. Απαγορεύεται κάθε διανομή της αμοιβής του Ψυχολόγου, εκχώρηση μέρους της, ή παροχή ποσοστών προς γιατρούς ή άλλους ειδικούς ή μεσάζοντες με σκοπό την αύξηση της πελατείας του.

Άρθρο 11: Κατάθεση Παραπόνων – Πειθαρχικές Κυρώσεις.

11.1. Η τήρηση των διατάξεων του παρόντος Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Δεοντολογίας επαφίεται στην επιστημονική αξιοπρέπεια και την επαγγελματική ευσυνειδησία των Ψυχολόγων, που κατέχουν άδεια άσκησης ή βεβαίωση άσκησης επαγγέλματος Ψυχολόγου και δραστηριοποιούνται με οιονδήποτε τρόπο ανά τη χώρα, είτε είναι μέλη του Επαγγελματικού Συλλόγου των Ψυχολόγων (Σ.Ε.Ψ.) είτε όχι.

11.2. Η τήρηση των διατάξεων του παρόντος Κώδικα από τους Ψυχολόγους εποπτεύεται και ελέγχεται από το Πειθαρχικό του ΣΕΨ, το οποίο εξετάζει έγγραφα και επώνυμα παράπονα πολιτών, καθώς και κάθε άλλη καταγγελία παραβίασής του. 

11.3. Το Πειθαρχικό του ΣΕΨ, σύμφωνα με το καταστατικό του, είναι το Διοικητικό του Συμβούλιο και η θητεία του είναι διετής.

11.4. Το Πειθαρχικό ενημερώνεται για τις γραπτές καταγγελίες που κατατίθενται στη γραμματεία του ΣΕΨ. Εάν η καταγγελία ευσταθεί, τότε ενημερώνεται για αυτήν ο καταγγελλόμενος Ψυχολόγος, από τον οποίο ζητείται έγγραφη απάντηση εντός ενός μηνός. Το Πειθαρχικό μπορεί να καλέσει τον καταγγέλλοντα ή και τον καταγγελλόμενο Ψυχολόγο για να παράσχουν διευκρινήσεις επί των απόψεών τους. Κατόπιν αυτών, το Πειθαρχικό αποφασίζει για τη βαρύτητα της καταγγελίας και αποφαίνεται σχετικά. 

11.5. Οι κυρώσεις που μπορεί να επιβάλει το Πειθαρχικό ανάλογα με την βαρύτητα της παραβίασης είναι: Μομφή, Αναστολή Ιδιότητος Μέλους μέχρι 3 χρόνια και Διαγραφή. Οι κυρώσεις επιβάλλονται μόνο από τη Γενική Συνέλευση με μυστική ψηφοφορία και με πλειοψηφία 3/4 των παρόντων μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου ή μετά από σχετική έγγραφη καταγγελία 10 τουλάχιστον μελών.